- αιματόψειρα
- και ματόψειρα, η Ζωολ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοκκινέλη — Κολεόπτερο της οικογένειας των κοκκινελιδών, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 5.000 είδη παγκοσμίως. Οι κ. έχουν μέτριες διαστάσεις (κατά κανόνα 3 6 χιλιοστά), κυρτή, κίτρινη, κόκκινη ή μαύρη ράχη, καλυμμένη από έλυτρα, στα οποία υπάρχουν… … Dictionary of Greek